- Σούνιο
- I
Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου ο ναός διατηρείται κατά ένα μέρος και ένα της Αθηνάς, του οποίου σώζονται λίγα ίχνη.Πολύ λίγα είναι γνωστά για το Σ. πριν από τον 7o αι. π.Χ., αν και έχουν βρεθεί στην περιοχή δύο πρωτοελλαδικοί (3η π.Χ. χιλιετία) τάφοι, ένας τάφος και όστρακα της μυκηναϊκής εποχής και δύο σιδερένια ξίφη του 9ου αι. π.Χ. Το Σ. αναφέρεται ως ιερός τόπος στην Οδύσσεια, τα πρώτα όμως ευρήματα, που μαρτυρούν καθαρά την ύπαρξη θρησκευτικού κέντρου, ανάγονται μόλις στον 7o αι. π.Χ. : στα τέλη του αιώνα αυτού στήθηκαν στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός του Ποσειδώνα, στο ύπαιθρο, μια σειρά (ίσως 17) κούροι υπερφυσικού μεγέθους (ένας που βρέθηκε το 1903 είναι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) αφιερώματα μάλλον παρά επιτύμβια μνημεία, θραύσμα τα πέντε κούρων, φυσικού ή και μικρότερου μεγέθους, βρέθηκαν στο χαμηλότερο λόφο, προς τα Β όπου ιδρύθηκε αργότερα ο ναός της Αθηνάς. Κατά την εποχή αυτή πιθανόν να υπάρχουν περιτειχισμένα ιερά, αλλά ίχνη τειχών δεν έχουν βρεθεί.Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. εγκατασταίνονται στο Σ. πρόσφυγες από την Αίγινα και εκατό χρόνια αργότερα προσθέτονται στον πληθυσμό μετανάστες από τη Σαλαμίνα. Η περιοχή είχε τότε πυκνότερη βλάστηση από σήμερα και οι κάτοικοι της καταγίνονταν με την αλιεία και με τη γεωργία, όπως μαρτυρούν οι λίθινοι πύργοι, σκορπισμένοι σε όλη την περιοχή του αρχαίου δήμου, που τους χρησιμοποιούσαν για αποθήκευση σιτηρών, αλλά και ως σκοπιές. Μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα γνωρίζει η περιοχή στα χρόνια του Περικλή. Αργότερα, το 412 π.Χ., όταν, με την κατάληψη της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν πια να μεταφέρουν διά ξηράς στάρι από την Εύβοια, οχύρωσαν και το Σ., όπως και άλλες παράκτιες τοποθεσίες της Αττικής, για την προστασία των πλοίων που μετέφεραν τώρα τ στάρι. Νέες προσθήκες στην οχύρωση έγινα κατά τον 3o αι. π.Χ.Ιερό του Ποσειδώνα. Στη θέση όπου σώζονται σήμερα τα ερείπια του κλασικού ναού στο νοτιότερο και ψηλότερο (73 μ. περίπου λόφο του ακρωτηρίου, υπήρχε ένας αρχαϊκό πώρινος ναός, επίσης του Ποσειδώνα, που είχε αρχίσει να χτίζεται πριν από τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) και τον κατάστρεψαν πριν ακόμα τελειώσει, μαζί με τους κούρους, που πιθανώς βρίσκονταν ακόμα στην αρχική τους θέση, οι Πέρσες κατά την εισβολή τους στην Αττική το 480 π.Χ. Από τον αρχαϊκό αυτό ναό, ορατά είναι σήμερα μόνο μερικά από τα θεμέλια του, που χρησιμοποιήθηκαν για το μεταγενέστερο ναό, στα θεμέλια του οποίου χρήσιμο ποιήθηκαν επίσης ως οικοδομικό υλικό μερική από τα αρχαϊκά επιστύλια, ενώ αρκετοί αρχαϊκοί σπόνδυλοι κιόνων έχουν χτιστεί σ’ ένα μεταγενέστερο τοίχο νότια του ναού και μερικά κιονόκρανα έχουν βρεθεί στο ιερό της Αθηνάς Ο στυλοβάτης πάντως του πώρινου ναού είχε διαστάσεις 13,06 x 30,20 μ. και στο περιστύλιο 6 x 13 δωρικές κολόνες με διάμετρο 0,98 μ. Tο εσωτερικό του χωριζόταν με δύο σειρές εσωτερικές κολόνες, επίσης δωρικού ρυθμού, και υπήρχε και ανώτερη κιονοστοιχία, όπως κα στον κλασικό Παρθενώνα.Ο κλασικός ναός του Ποσειδώνα που σώζεται, χτίστηκε στα 444-440 π.Χ., και φαίνεται πως εγκαταλείφτηκε μετά τον lo μ.Χ. αι. Χτίστηκε ακριβώς πάνω στα ερείπια του αρχαϊκοί ναού, τον οποίο κάλυψε, κατά το δωρικό ρυθμό, αλλά από μάρμαρο από τα λατομεία της Aγριλέζας, που βρίσκονται 4 χλμ. προς τα Β. Το σχέδιο του ναού είναι του ίδιου αρχιτέκτονα που σχεδίασε το ναό του Ήφαιστου (το λεγόμενο «θησείο») στην Αθήνα, το ναό του Άρη, που τον μετέφεραν οι Ρωμαίοι στην αγορά των Αθηνών, πιθανόν από τις Αχαρνές, και το ναό της Νέμεσης στο Ραμνούντα. Ο αρχιτέκτονας αυτός, για να αυξήσει το χώρο του σηκού, αποφεύγει κατά κανόνα τους εσωτερικούς κίονες (η εσωτερική κιονοστοιχία του Ηφαιστείου δεν ήταν μέρος του αρχικού σχέδιου). Έτσι, στον κλασικό ναό του Σ. δεν υπάρχει, όπως στον αρχαϊκό, εσωτερική κιονοστοιχία, και ο τοίχος του σηκού χτίστηκε αμέσως πάνω στα παλιότερα θεμέλια. Το κρηπίδωμα επίσης χτίστηκε πάνω στο αρχαιότερο κι έτσι το δάπεδο έγινε κατά ένα δόμο ψηλότερο, και οι διαστάσεις του ναού λίγο μεγαλύτερες (13,470 x 31,124 μ. στο στυλοβάτη) αν και το πτερό διατήρησε τον αρχαϊκό αριθμό κιόνων. Μεγαλύτερη έγινε και η διά μετρος των κλασικών κιόνων (1,043 αντί 0,98 μ.) και ανάλογα αυξήθηκαν και τα μετακιόνια (2,522 αντί 2,449 μ.). Ο ναός παρουσιάζει ορισμένες ιδιοτυπίες: οι κίονες έχουν τον αρχαϊκό αριθμό ραβδώσεων (16) και όχι τον κλασικό (20)· οι τοίχοι του σηκού έχουν χτιστεί κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα· η μαρμάρινη οροφή του βόρειου και του νότιου πτερού δεν είναι φατνωματική, αλλά αποτελείται από πλάκες μεταξύ των δοκών· τέλος, η σίμη είναι μοναδική: η καταέτιος είναι αρχαϊκού τύπου (παρόμοια με τη σίμη του ναού της Αφαίας), και η οριζόντια είναι νέου τύπου, διάτρητη, με ανάγλυφη δια κόσμηση ανθέμιων και λωτών και με λεοντοκεφαλές πολύ πυκνά τοποθετημένες. Από διάφορα στοιχεία προκύπτει ότι τον lo μ.Χ. αι., όταν πολλοί ναοί της Αττικής μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, αφαιρέθηκε και η σίμη του ναού του Ποσειδώνα και μεταφέρθηκε επίσης στην Αθήνα. Αυτό σημαίνει ότι και η στέγη πρέπει να καταστράφηκε ή να κατεδαφίστηκε κατά την εποχή αυτή και ο ναός έμεινε αστέγαστος μετά τον lo μ.Χ. αι. Την εγκατάλειψη του ναού μαρτυρεί πιθανώς ένα υστερορωμαϊκό ή παλαιοχριστιανικό χάραγμα στη νοτιοανατολική παραστάδα κάποιου Ονησίμου εις μνήμην της αδελφής του. Αυτό είναι και η πρώτη από τις πολυάριθμες επιγραφές, κυρίως με ονόματα επισκεπτών (δεν απουσιάζει ούτε του Βύρωνα) που κατακαλύπτουν τα μάρμαρα του αρχαίου ναού. Πότε καταστράφηκε το δυτικό τμήμα του ναού και έπεσε στη θάλασσα δεν είναι γνωστό-το μόνο που ξέρουμε είναι ότι το 1676 υπήρχαν ακόμα στη θέση τους οι δύο παραστάδες και ένας κίονας του πρόδομου, εννέα από τους κίονες της νότιας και πέντε της βόρειας πλευράς. Από τότε έπεσαν τρεις κίονες της νότιας πλευράς και μια παραστάδα, αλλά αναστηλώθηκαν στην εποχή μας.Στην ίδια οικοδομική περίοδο με το ναό ανήκουν επίσης τα τείχη του ιερού (από μάρμαρο στη βόρεια και δυτική πλευρά), τα προπύλαια και δύο στοές, η βόρεια και η δυτική. Το προπύλαια παρουσιάζουν, από πολλές απόψεις, αναλογίες με τα προπύλαια της ακρόπολης των Αθηνών: η κεντρική είσοδος με το επικλινές της επίπεδο από βαθμίδες ήταν προορισμένη και για ζώα θυσιών, ενώ οι πλευρικές είσοδοι ήταν αποκλειστικά για τους επισκέπτες του ιερού και είχαν κατά μήκος θρανία για να αναπαύονται. Καθώς όμως τα προπύλαια του Σ. ήταν σε μικρότερη κλίμακα από τα αθηναϊκά είχαν τρεις και όχι πέντε όπως τα αθηναϊκά, εισόδους και μια μόνο βαθμίδα, γιατί η διαφορά επίπεδου ήταν μικρή. Και εδώ όμως είναι ευρύτερη η κεντρική είσοδος και το αντίστοιχο μετακιόνιο, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθούν δύο τρίγλυφα και τρεις μετόπες στο θριγκό. Για λόγους οικονομίας οι πλευρικοί τοίχοι και οι πεσσοί του διαχωριστικού τοίχου ήταν φτιαγμένοι από πωρόλιθο, η πρόσοψη όμως, η επένδυση των διαχωριστικών πεσσών και τα θρανία ήταν μαμάρινα. Παρόμοιος συνδυασμός υλικών υπάρχει στο μικρό ναό του γειτονικού ιερού της Αθηνάς, στη βόρεια στοά του ιερού του Ποσειδώνα και στη στοά της Βραυρώνας. Η οχύρωση (412 π.Χ.) εκτείνεται 146 μ. Β του ιερού και από εκεί 200 μ. περίπου προς Δ ως την άκρη του βράχου. Σε ακανόνιστα διαστήματα του τείχους υπάρχουν έντεκα πύργοι και ένας δωδέκατος, μεγαλύτερος, στη βορειοδυτική γωνία. Τον 3o αι. π.Χ. η οχύρωση ενισχύθηκε με ένα πύργο στην ανατολική πλευρά, ένα συγκρότημα μαρμάρινων και πώρινων τειχών και πύργων στη βορειοδυτική γωνία (προφανώς για να οχυρωθεί η είσοδος του φρούριου), ενώ στην ακτή, προς τα Δ, κατασκευάστηκε ένας νεώσοικος με θέσεις για δύο πλοία, που θα μπορούσαν να αναγγείλουν στην Αθήνα μια πιθανή εισβολή. Από την πόλη που αναπτύχθηκε μέσα στο φρούριο πολύ λίγα ίχνη έχουν ανασκαφεί: ένα τμήμα της κεντρικής οδού και τμήματα οικιών, ιδίως εκείνων που είχαν πρόσοψη στην κεντρική οδό, είναι τα μόνα ορατά σήμερα.Ιερό της Αθηνάς. Βρίσκεται στο βορειότερο και χαμηλότερο λόφο του ακρωτηρίου, και περιλαμβάνει δύο γειτονικά ιερά: ένα παλιότερο ελλειψοειδές, πιθανώς αρχαϊκό, από το οποίο σώζονται μόνο λίγα ίχνη του περίβολου από αργούς λίθους, και μέσα σ’ αυτόν ίχνη ενός χτίσματος, πιθανώς οικίες ιερέων· και ένα νεότερο, κλασικό, από το οποίο σώζονται τα θεμέλια και λίγα ίχνη του ναού της θεάς: τέσσερα σπασμένα επιστύλια, ένα σπασμένο γείσο, ένα κομμάτι γείσου, αρκετοί λίθοι από τους τοίχους του ναού· έχουν βρεθεί επίσης αρκετά κομμάτια από τις κεντρικές πλάκες των φατνωμάτων, λίγα κομμάτια από κεράμους, ένα πλήρες· κιονόκρανο (τώρα στο εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) και κομμάτια από άλλα· κίονες δεν έχουν βρεθεί.Το κλασικό τέμενος της Αθηνάς, Ν του πρώτου, έχει κανονικότερο σχήμα και περίβολο. Το δυτικό και μέρος του νότιου τείχους είναι χτισμένα από μεγάλους αργούς λίθους, ενώ ένα μέρος του νότιου και ολόκληρο το ανατολικό είναι χτισμένα από κανονικούς πωρόλιθους, πιθανώς υλικά του αρχαϊκού ναού του Ποσειδώνα. Το βόρειο τείχος, όπου πιθανώς υπήρχαν τα προπύλαια, δεν έχει βρεθεί ακόμα.Ο ναός της Αθηνάς χτίστηκε κατά το τρίτο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. και τον 1o μ.Χ. διαλύθηκε και μεταφέρθηκε στην αγορά των Αθηνών, όπως και άλλοι ναοί της Αττικής. Ήταν χτισμένος από μάρμαρο της Αγριλέζας, σε επίπεδο αρκετά χαμηλότερο (38 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας) από το ναό του Ποσειδώνα, είναι ιωνικού ρυθμού. Το σχέδιο και η όλη κατασκευή του ναού: εξωτερική κιονοστοιχία περιορισμένη στην ανατολική και στη νότια πλευρά, κρηπίδωμα χαμηλό, με μια μόνο βαθμίδα, δάπεδο περίστασης και σηκού χωματένιο, και στο ίδιο επίπεδο χωρίς τον κανονικό αναβαθμό, λίθοι των μαρμάρινων τοίχων του σηκού ακανόνιστοι, χωρίς επεξεργασία εσωτερικά (μια και θα επρόκειτο να καλυφτούν με κονίαμα), όλα αυτά μαρτυρούν πνεύμα οικονομίας. Η εργασία όμως στα ορατά μέρη είναι εξαιρετικής τέχνης, δείγμα της αξίας των τεχνιτών κατά την εποχή του Περικλή. Ο σηκός διαιρείται σε τρία τμήματα από 2 x 2 κίονες. Το δυτικότερο τμήμα του, όπου βρισκόταν και το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς (σώζεται ακόμα στη θέση του το μαρμάρινο υπόβαθρο του) είχε δάπεδο από κονίαμα και ήταν χωρισμένο από τον υπόλοιπο σηκό με χάλκινο κιγκλίδωμα. Δύο από τις μαρμάρινες βάσεις αυτού του χωρίσματος και τμήμα μιας τρίτης με τις οπές υποδοχής του κιγκλιδώματος σώζονταν στη θέση τους ως το 1917, αλλά μετά εξαφανίστηκαν. Οι κολόνες της νότιας σειράς υποστήριζαν την κεντρική δοκό της στέγης, ενώ οι βόρειες υποστήριζαν την οροφή του σηκού, αν και η παρουσία τους ήταν απαραίτητη κυρίως για τη συμμετρία του εσωτερικού. Η εξωτερική κιονοστοιχία είχε 10 κίονες στην ανατολική, και 12, αραιότερα τοποθετημένους, στη νότια πλευρά και συνεχιζόταν με έναν ακόμα στη βόρεια και στη δυτική πλευρά. Οι κολόνες αυτές ήταν πολύ ψηλές σε σύγκριση με τη διάμετρο τους και τα μετακιόνια εξαιρετικά μικρά για ιωνικό ναό, με αποτέλεσμα η κιονοστοιχία να είναι μάλλον άκομψη στο σύνολό της. Οι κολόνες αποτελούνται από τέσσερις σπόνδυλους και δεν έχουν ραβδώσεις. Τα κιονόκρανα, ωραιότατα δουλεμένα, με τις σπείρες συνεπτυγμένες, παρουσιάζουν στον εχίνο ένα σπάνιο στη θέση αυτή λέσβιο κυμάτιο. Λεπτά σχέδια, με παραλλαγές από κιονόκρανο σε κιονόκρανο, σώζονται σε ελαφρά χαράγματα - οδηγούς των χαμένων τώρα χρωμάτων. Το επιστύλιο παρουσιάζει δύο ζώνες αντί τις συνηθισμένες τρεις του ιωνικού ρυθμού, ενώ τα γείσα είναι κανονικού σχέδιου. Από τη ζωφόρο δεν έχει βρεθεί κανένα κομμάτι. Δεν είναι απίθανο να υπήρχε ανάγλυφη ζωφόρος και να τη μετέφεραν οι Ρωμαίοι στη Ρώμη. Η στέγη ήταν από μάρμαρο. Η οροφή ήταν φατνωματική και τα φατνώματα, διευθετημένα ανά τέσσερα, είχαν στο κέντρο τους χωριστές λεπτές πλάκες, που θυμίζουν το Ηφαιστείο (το λεγόμενο «Θησείο»): διακοσμημένες με ωραιότατα γραπτά σχέδια αστράγαλου, λωτού, ανθέμιων, αστέρων. Όπως αναφέρθηκε, ο ναός της Αθηνάς διαλύθηκε τον lo μ.Χ. αι. και τα μέλη του μετα-φέρηκαν στην αγορά της Αθήνας, για να ανοικοδομηθεί εκεί. Αυτό προέκυψε από τη σύγκριση του πλήρους κιονόκρανου, που είχε βρεθεί στο ναό και μεταφέρθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου αναγνωρίστηκε πανομοιότυπο με άλλο, που είχε βρεθεί στην αγορά των Αθηνών κατά το 19o αι. Νεότερες ανασκαφές στην αγορά έφεραν στο φως και τρίτο πανομοιότυπο κιονόκρανο, είκοσι περίπου κομμάτια από άλλα, ένα γείσο και πολλούς σπόνδυλους αράβδωτων κιόνων (όλα από μάρμαρο της Αγριλέζας), οι οποίοι είναι αριθμημένοι με γράμματα - οδηγούς, για την ανοικοδόμηση του κτίριου μετά τη μεταφορά των μελών στην Αθήνα.Για πολλούς αιώνες ως ναός της Αθηνάς θεωρούνταν ο σωζόμενος ναός του Ποσειδώνα, εξαιτίας λανθασμένης πληροφορίας του Παυσανία (2ος μ.Χ. αι.), ότι είχε δει το ναό της θεάς στην κορυφή του λόφου. Η πλάνη άρχισε να διαλύεται το 1898-1899, όταν ο Β. Στάης ανάσκαψε ένα μικρότερο ναό στο βόρειο λόφο, του οποίου η περίεργη κάτοψη συμφωνούσε με το σχόλιο του Ρωμαίου Βιτρούβιου (1ος αι. π.Χ.) για το ναό της Αθηνάς. Το γεγονός επιβεβαιώθηκε και από επιγραφικές μαρτυρίες.Κοντά στο ναό της Αθηνάς υπάρχει ένας πρόστυλος μικρός ναός (4,96 X 6,80 μ.) με σηκό και δύο κολόνες στον πρόδομο, χτισμένος από αργούς λίθους, στο εσωτερικό του οποίου βρέθηκε βάση αγάλματος από ελευσινιακό ασβεστόλιθο. Μπροστά από το ναό σώζονται τα θεμέλια βωμού. Ο ναός αυτός φαίνεται πως είναι σύγχρονος με το ναό της Αθηνάς και πιθανώς ήταν αφιερωμένος σ’ έναν ήρωα.Ν του ναού της Αθηνάς εκτείνεται μια περιοχή που περιέχει λείψανα κτίριου άγνωστου προορισμού και ένα όρυγμα στο βράχο βάθους 15 μ., αποτυχημένη προσπάθεια ίσως εξόρυξης μεταλλευμάτων κατά την αρχαϊκή εποχή. Στην περιοχή αυτή του ιερού υπάρχουν επίσης ορθογώνιες βάσεις, κατά ζεύγη, για λίθινες τράπεζες και πολλοί λίθοι και ανεστραμμένα κιονόκρανα με οπές, βάσεις για κατακόρυφα ξύλινα στηρίγματα, πιθανώς για τέντες. Η νότια αυτή περιοχή του ιερού ήταν ασφαλώς χώρος τελετών. Έτσι αποχτά περισσότερο νόημα η ασύμμετρη κιονοστοιχία του ναού, χτισμένη όπως είναι στις πλευρές, που βλέπουν προς τον υπαίθριο αυτό χώρο, και χρήσιμη στους προσκυνητές, που τον κατέκλυζαν τις εορταστικές ημέρες.
Αναπαράσταση του ιερού της Αθηνάς (από ΝΑ).
Ο Μπάιρον, όταν ήρθε στην Αθήνα, συνήθιζε να πηγαίνει με άλογο στο Σούνιο, από τον ναό του οποίου, του άρεσε να βλέπει το πέλαγος. Σ’ ένα σημείο μάλιστα χάραξε και το όνομά του, που σώζεται έως τις μέρες μας.
Τα κατάλοιπα του μικρού ναού του ιερού της Αθηνάς στο Σούνιο.
Ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο (φωτ. ΑΠΕ).
Σούνιο: κατάλοιπα των τειχών, που χρονολογούνται μετά τον 5o. αι. π.χ.
IIΟ ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο (φωτ. ΑΠΕ).
Πεδινός οικισμός (875 κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 875κάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.